κορυφιστήρ

κορυφιστήρ
κορῠφ-ιστήρ, ῆρος, ,
A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31.
2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορυφιστήρ — κορυφιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον 2. το άνω μέρος τού χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου *κορυφίζω] …   Dictionary of Greek

  • κορυφιστῆρα — κορυφιστήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφιστῆρες — κορυφιστήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”